ωνιομανία

ωνιομανία
η страсть к покупкам

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ωνιομανία" в других словарях:

  • ωνιομανία — η, Ν [ωνιομανής] ιατρ. ιδεοληπτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ακατανίκητη τάση για την αγορά διαφόρων αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • ωνιομανής — ές, Ν αυτός που πάσχει από ωνιομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ώνιο + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ωραιο μανής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»